Ετυμολογία

επεξεργασία
αρζαντέ < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

αρζαντέ άκλιτο

  1. ο επάργυρος
  2. λέγεται και για θηλαστικά που το γουναρικό τους έχει αργυρό χρώμα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία