Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρζαντέ < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

αρζαντέ άκλιτο

  1. ο επάργυρος
  2. λέγεται και για θηλαστικά που το γουναρικό τους έχει αργυρό χρώμα

  Μεταφράσεις επεξεργασία