Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρβυλώνω < αρβύλ(α) + -ώνω

  Ρήμα επεξεργασία

αρβυλώνω[1]

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. αρβυλώνωΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας