αραχνιάσουν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααραχνιάσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αραχνιάζω
- θα αραχνιάσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αραχνιάζω
αραχνιάσουν