αραδιάσουν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
αραδιάσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αραδιάζω
- θα αραδιάσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αραδιάζω
αραδιάσουν