Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αράξουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αράζω
  2. θα αράξουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αράζω