Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

απύρι < από+πύρι, προφανώς επειδή το απύρι(=θειάφι) ήταν κατάλοιπο της τέφρας των ηφαιστίων

  Ουσιαστικό επεξεργασία

απύρι ουδέτερο