απόσπερα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απόσπερα < αποσπέρα < μεσαιωνική ελληνική αποσπέρα < από + εσπέρα
Επίρρημα
επεξεργασίααπόσπερα
- (λογοτεχνικό) άλλη μορφή του αποσπέρα
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη εσπέρα
Μεταφράσεις
επεξεργασία απόσπερα
|