απτάλικος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
απτάλικος αρσενικό
- είδος ζεϊμπέκικου ή καρσιλαμά
Μεταφράσεις επεξεργασία
απτάλικος
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Ο Απτάλικος χορός, www.cs.ucy.ac.cy
απτάλικος αρσενικό
|