Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

απτάλικος < τουρκική aptal havasi[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

απτάλικος αρσενικό

  1. είδος ζεϊμπέκικου ή καρσιλαμά
    Απτάλικος (απτάλ χαβασί) θα πει χορός πηδηχτός. Ο άνθρωπος πού δεν περπατάει σταθερά, αλλά κουνιέται και πηδάει λέγεται απτάλης (Οι Ζεϊμπέκοι της Μικράς Ασίας Θωμάς Κοροβίνης, Άγρα, 2005, σελ. 277[1])

  Μεταφράσεις επεξεργασία

Αναφορές επεξεργασία