αποχαιρετίσετε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
αποχαιρετίσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποχαιρετίζω
- θα αποχαιρετίσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποχαιρετίζω