αποφυλακίσουν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
αποφυλακίσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποφυλακίζω
- θα αποφυλακίσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποφυλακίζω