αποφανθούμε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
αποφανθούμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποφαίνομαι
- θα αποφανθούμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποφαίνομαι