Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

αποτρέψω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποτρέπω
  2. θα αποτρέψω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποτρέπω