αποτρέψει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
αποτρέψει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αποτρέπω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποτρέπω
- θα αποτρέψει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποτρέπω