αποτοιχίσεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
αποτοιχίσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποτοιχίζω
- θα αποτοιχίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποτοιχίζω
αποτοιχίσεις