Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αποτεφρώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αποτεφρώνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποτεφρώνω
  3. θα αποτεφρώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποτεφρώνω