Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αποσυρθούν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποσύρομαι
  2. θα αποσυρθούν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποσύρομαι