αποσυγχρονίσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααποσυγχρονίσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποσυγχρονίζω
- θα αποσυγχρονίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποσυγχρονίζω