Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

αποστραγγίξω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποστραγγίζω
  2. θα αποστραγγίξω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποστραγγίζω