αποστραγγίξουμε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
αποστραγγίξουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποστραγγίζω
- θα αποστραγγίξουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποστραγγίζω