Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

αποστραβώσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποστραβώνω
  2. θα αποστραβώσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποστραβώνω