Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

αποστραβώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αποστραβώνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποστραβώνω
  3. θα αποστραβώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποστραβώνω