Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αποστάτησε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος αποστατώ
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος αποστατώ