Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αποσκλήρανε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος αποσκληραίνω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος αποσκληραίνω