Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

αποσβολωθούν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποσβολώνομαι
  2. θα αποσβολωθούν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποσβολώνομαι