αποσβολωθεί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααποσβολωθεί
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αποσβολώνομαι
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποσβολώνομαι
- θα αποσβολωθεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποσβολώνομαι