απορφανίσουν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααπορφανίσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απορφανίζω
- θα απορφανίσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απορφανίζω