Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

απορφανίσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απορφανίζω
  2. θα απορφανίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απορφανίζω