Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

απορφανίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος απορφανίζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απορφανίζω
  3. θα απορφανίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απορφανίζω