απορροφήσουν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααπορροφήσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απορροφώ
- θα απορροφήσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απορροφώ
απορροφήσουν