απορρεύσουμε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααπορρεύσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απορρέω
- θα απορρεύσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απορρέω
απορρεύσουμε