απορρίξει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
απορρίξει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος απορρίχνω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απορρίχνω
- θα απορρίξει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απορρίχνω