Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

απορήσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απορώ
  2. θα απορήσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απορώ