απορήσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
απορήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος απορώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απορώ
- θα απορήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απορώ