αποπροσανατολίσω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
αποπροσανατολίσω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποπροσανατολίζω
- θα αποπροσανατολίσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποπροσανατολίζω