Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

αποπνίξω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποπνίγω
  2. θα αποπνίξω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποπνίγω