αποπνίξουν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααποπνίξουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποπνίγω
- θα αποπνίξουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποπνίγω
αποπνίξουν