Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αποπερατώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αποπερατώνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποπερατώνω
  3. θα αποπερατώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποπερατώνω