αποξηραίνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααποξηραίνομαι
- παθητική φωνή του ρήματος αποξηραίνω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποξηραίνομαι | αποξηραινόμουν(α) | θα αποξηραίνομαι | να αποξηραίνομαι | ||
β' ενικ. | αποξηραίνεσαι | αποξηραινόσουν(α) | θα αποξηραίνεσαι | να αποξηραίνεσαι | (αποξηραίνου) | |
γ' ενικ. | αποξηραίνεται | αποξηραινόταν(ε) | θα αποξηραίνεται | να αποξηραίνεται | ||
α' πληθ. | αποξηραινόμαστε | αποξηραινόμαστε αποξηραινόμασταν |
θα αποξηραινόμαστε | να αποξηραινόμαστε | ||
β' πληθ. | αποξηραίνεστε | αποξηραινόσαστε αποξηραινόσασταν |
θα αποξηραίνεστε | να αποξηραίνεστε | (αποξηραίνεστε) | |
γ' πληθ. | αποξηραίνονται | αποξηραίνονταν αποξηραινόντουσαν |
θα αποξηραίνονται | να αποξηραίνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποξηράνθηκα | θα αποξηρανθώ | να αποξηρανθώ | αποξηρανθεί | ||
β' ενικ. | αποξηράνθηκες | θα αποξηρανθείς | να αποξηρανθείς | αποξηράνσου | ||
γ' ενικ. | αποξηράνθηκε | θα αποξηρανθεί | να αποξηρανθεί | |||
α' πληθ. | αποξηρανθήκαμε | θα αποξηρανθούμε | να αποξηρανθούμε | |||
β' πληθ. | αποξηρανθήκατε | θα αποξηρανθείτε | να αποξηρανθείτε | αποξηρανθείτε | ||
γ' πληθ. | αποξηράνθηκαν αποξηρανθήκαν(ε) |
θα αποξηρανθούν(ε) | να αποξηρανθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αποξηρανθεί | είχα αποξηρανθεί | θα έχω αποξηρανθεί | να έχω αποξηρανθεί | αποξηρασμένος | |
β' ενικ. | έχεις αποξηρανθεί | είχες αποξηρανθεί | θα έχεις αποξηρανθεί | να έχεις αποξηρανθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αποξηρανθεί | είχε αποξηρανθεί | θα έχει αποξηρανθεί | να έχει αποξηρανθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αποξηρανθεί | είχαμε αποξηρανθεί | θα έχουμε αποξηρανθεί | να έχουμε αποξηρανθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αποξηρανθεί | είχατε αποξηρανθεί | θα έχετε αποξηρανθεί | να έχετε αποξηρανθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αποξηρανθεί | είχαν αποξηρανθεί | θα έχουν αποξηρανθεί | να έχουν αποξηρανθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποξηραίνομαι
|