Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αποξηράνει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αποξηραίνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποξηραίνω
  3. θα αποξηράνει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποξηραίνω