Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

απομονώσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απομονώνω
  2. θα απομονώσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απομονώνω