απομονώσουμε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
απομονώσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απομονώνω
- θα απομονώσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απομονώνω
απομονώσουμε