απολιχνίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίααπολιχνίζω
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | απολιχνίζω | απολίχνιζα | θα απολιχνίζω | να απολιχνίζω | απολιχνίζοντας | |
β' ενικ. | απολιχνίζεις | απολίχνιζες | θα απολιχνίζεις | να απολιχνίζεις | απολίχνιζε | |
γ' ενικ. | απολιχνίζει | απολίχνιζε | θα απολιχνίζει | να απολιχνίζει | ||
α' πληθ. | απολιχνίζουμε | απολιχνίζαμε | θα απολιχνίζουμε | να απολιχνίζουμε | ||
β' πληθ. | απολιχνίζετε | απολιχνίζατε | θα απολιχνίζετε | να απολιχνίζετε | απολιχνίζετε | |
γ' πληθ. | απολιχνίζουν(ε) | απολίχνιζαν απολιχνίζαν(ε) |
θα απολιχνίζουν(ε) | να απολιχνίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | απολίχνισα | θα απολιχνίσω | να απολιχνίσω | απολιχνίσει | ||
β' ενικ. | απολίχνισες | θα απολιχνίσεις | να απολιχνίσεις | απολίχνισε | ||
γ' ενικ. | απολίχνισε | θα απολιχνίσει | να απολιχνίσει | |||
α' πληθ. | απολιχνίσαμε | θα απολιχνίσουμε | να απολιχνίσουμε | |||
β' πληθ. | απολιχνίσατε | θα απολιχνίσετε | να απολιχνίσετε | απολιχνίστε | ||
γ' πληθ. | απολίχνισαν απολιχνίσαν(ε) |
θα απολιχνίσουν(ε) | να απολιχνίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω απολιχνίσει | είχα απολιχνίσει | θα έχω απολιχνίσει | να έχω απολιχνίσει | ||
β' ενικ. | έχεις απολιχνίσει | είχες απολιχνίσει | θα έχεις απολιχνίσει | να έχεις απολιχνίσει | ||
γ' ενικ. | έχει απολιχνίσει | είχε απολιχνίσει | θα έχει απολιχνίσει | να έχει απολιχνίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε απολιχνίσει | είχαμε απολιχνίσει | θα έχουμε απολιχνίσει | να έχουμε απολιχνίσει | ||
β' πληθ. | έχετε απολιχνίσει | είχατε απολιχνίσει | θα έχετε απολιχνίσει | να έχετε απολιχνίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν απολιχνίσει | είχαν απολιχνίσει | θα έχουν απολιχνίσει | να έχουν απολιχνίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία απολιχνίζω
|