απολιθώσετε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
απολιθώσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απολιθώνω
- θα απολιθώσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απολιθώνω
απολιθώσετε