απολειτουργώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- απολειτουργώ < μεσαιωνική ελληνική απολειτουργώ < απο- + λειτουργώ
Ρήμα επεξεργασία
απολειτουργώ
- (θρησκεία) ολοκληρώνω τη Θεία Λειτουργία, την τελειώνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
απολειτουργώ
|