αποκτηνώσετε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααποκτηνώσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποκτηνώνω
- θα αποκτηνώσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποκτηνώνω