αποκρύψει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
αποκρύψει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αποκρύπτω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποκρύπτω
- θα αποκρύψει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποκρύπτω