Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αποκρυπτογραφήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αποκρυπτογραφώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποκρυπτογραφώ
  3. θα αποκρυπτογραφήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποκρυπτογραφώ