Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αποκρατικοποίησε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος αποκρατικοποιώ
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος αποκρατικοποιώ