Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

αποκολλήσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποκολλώ
  2. θα αποκολλήσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποκολλώ