αποκολλήσει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααποκολλήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αποκολλώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποκολλώ
- θα αποκολλήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποκολλώ